- συμφυλέτης
- ὁ, θηλ. συμφυλέτις, -ιδος, Α1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλο2. (γενικά) συμπατριώτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + φυλέτης «μέλος φυλής»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμφυλέτης — συμφῡλέτης , συμφυλέτης of the same masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφυλέται — συμφῡλέται , συμφυλέτης of the same masc nom/voc pl συμφῡλέτᾱͅ , συμφυλέτης of the same masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφυλέτας — συμφῡλέτᾱς , συμφυλέτης of the same masc acc pl συμφῡλέτᾱς , συμφυλέτης of the same masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφυλετῶν — συμφῡλετῶν , συμφυλέτης of the same masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφυλέτην — συμφῡλέτην , συμφυλέτης of the same masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφυλετῶν — συμφῡλετῶν , συμφυλέτης of the same masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφυλέταις — συμφῡλέταις , συμφυλέτης of the same masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφυλέτην — συμφῡλέτην , συμφυλέτης of the same masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφυλέτου — συμφῡλέτου , συμφυλέτης of the same masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)